-
1 ἀποπτύω
A spit out,ὄνθον ἀποπτύων Il. 23.781
; of the sea,ἀποπτύει ἁλὸς ἄχνην 4.426
, cf. Emp.115.10;ἀ. σίαλον ἐκ τοῦ στόματος X.Mem.1.2.54
: abs., spit, A Fr.354, X.Cyr. 1.2.16 codd., Thphr.Char.19.11:—[voice] Pass., Ph.1.20, Gal.15.472; to be washed ashore, Alciphr.1.10.2 abominate, spurn,ἀποπτύουσι δέ τ' ἀράς Hes. Op. 726
;ἀποπτύεις λόγους A.Eu. 303
;ἀπέπτυσαν εὐνὰς ἀδελφοῦ Id.Ag. 1192
, cf. Pr. 1070(lyr.), Ar. Pax 528, E.Andr. 607; disown, A.Ch. 197:—[tense] aor. ἀπέπτυσα freq. used in [tense] pres. sense,ἀπέπτυσα μὲν λόγον E.Hel. 664
, cf.IA 874: freq. abs., omen absit,Id.
Hipp. 614, Hec. 1276, IT 1161; ἀ. χαλινόν, of a horse, Philostr.Im. 1.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποπτύω
См. также в других словарях:
πατώ — και πατάω / πατῶ, έω και αιολ. τ. πάτημι, ΝΜΑ 1. έχω ή βάζω το πόδι μου πάνω σε κάτι, σε έναν τόπο ή σε ένα αντικείμενο (α. «πάτησα ένα καρφί» β. «χῶρος οὐχ ἁγνὸς πατεῑν», Σοφ.) 2. λεηλατώ, διαρπάζω, κυριεύω (α. «πατήσανε το κάστρο» β. «πόλιν...… … Dictionary of Greek